·

but (EN)
σύνδεσμος, πρόθεση, επίρρημα, ουσιαστικό

σύνδεσμος “but”

but
  1. αλλά
    The cake was delicious but too sweet for my taste.
  2. όμως
    I didn't see a cat but a dog in the alley.
  3. όχι, αλλά
    But that's exactly what you implied yesterday!
  4. εκτός αν, εισάγοντας μια δευτερεύουσα πρόταση
    He did nothing but complain about the weather.

πρόθεση “but”

but
  1. εκτός (π.χ. όλοι εκτός από έναν)
    Nobody but the chef knows the secret recipe.

επίρρημα “but”

but (more/most)
  1. μόνο
    He was but a child when he mastered the piano.

ουσιαστικό “but”

ενικός but, πληθυντικός buts
  1. αλλά (π.χ. το "αλλά" του θέματος)
    She accepted the proposal with no buts about it.