·

wolf (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “wolf”

ενικός wolf, πληθυντικός wolves
  1. λύκος
    The wolf howled at the moon from the top of the hill.

ρήμα “wolf”

απαρέμφατο wolf; αυτός wolfs; αόριστος wolfed; μετοχή αορ. wolfed; μετοχή ενεστ. wolfing
  1. καταβροχθίζω
    After the long hike, she wolfed down her dinner in minutes.