ουσιαστικό “wolf”
ενικός wolf, πληθυντικός wolves
- λύκος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The wolf howled at the moon from the top of the hill.
ρήμα “wolf”
απαρέμφατο wolf; αυτός wolfs; αόριστος wolfed; μετοχή αορ. wolfed; μετοχή ενεστ. wolfing
- καταβροχθίζω
After the long hike, she wolfed down her dinner in minutes.