·

tent (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “tent”

ενικός tent, πληθυντικός tents
  1. σκηνή
    We set up our tent by the lake and enjoyed the peaceful night.
  2. στυλεός (στην ιατρική, ένα κομμάτι ιατρικού εξοπλισμού που χρησιμοποιείται για να διατηρεί ανοιχτό ένα τραύμα ή μια σωματική δίοδο)
    The doctor inserted a tent to prevent the wound from closing too quickly.

ρήμα “tent”

απαρέμφατο tent; αυτός tents; αόριστος tented; μετοχή αορ. tented; μετοχή ενεστ. tenting
  1. σκεπάζω με σκηνή
    They tented the garden for the wedding.
  2. διαμορφώνω σε σχήμα σκηνής
    He tented his fingers while thinking.
  3. παίρνω σχήμα σκηνής· υψώνομαι στη μέση
    The book under the blanket made the fabric tent over it.
  4. κατασκηνώνω (με σκηνή)
    They tented by the river during their weekend getaway.
  5. (στη μαγειρική) να καλύπτεις το φαγητό με αλουμινόχαρτο σε σχήμα σκηνής για να αποτρέψεις το υπερβολικό ρόδισμα.
    She tented the pie with foil to prevent the crust from burning.
  6. (στην ιατρική) να εισάγω ένα στυλεό σε· να κρατήσω ανοιχτό με στυλεό
    The surgeon tented the wound to ensure proper healing.