·

mother (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “mother”

ενικός mother, πληθυντικός mothers
  1. μητέρα
    Her mother taught her how to cook.
  2. εγκυμονούσα
    Expectant mothers should receive proper care.
  3. μητέρα (πηγή)
    They say that necessity is the mother of invention.
  4. ουσία που αποτελείται από βακτήρια και σχηματίζεται κατά τη ζύμωση, όπως στο ξύδι
    She added some mother to start the vinegar fermentation.
  5. μητέρα (αναφέρεται σε κάτι που είναι το μεγαλύτερο ή το πιο ακραίο του είδους του)
    They faced the mother of all storms.
  6. ηγουμένη
    Mother Superior led the convent with kindness.
  7. (αργκό, ευφημισμός) συντομογραφία του 'motherfucker'· χρησιμοποιείται ως βρισιά.
    He shouted "Mother!" after stubbing his toe.

ρήμα “mother”

απαρέμφατο mother; αυτός mothers; αόριστος mothered; μετοχή αορ. mothered; μετοχή ενεστ. mothering
  1. φροντίζω (σαν μητέρα)
    She mothered the orphaned child as if he were her own.
  2. να γεννήσει ή να μεγαλώσει ένα παιδί
    She mothered three children while working full-time.
  3. να προκαλέσει το σχηματισμό μάνας, της ουσίας που σχηματίζεται σε υγρά που υφίστανται ζύμωση
    He mothered the cider to make vinegar.