·

hanging (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
hang (ρήμα)

ουσιαστικό “hanging”

ενικός hanging, πληθυντικός hangings ή μη μετρήσιμο
  1. απαγχονισμός
    The town was shocked by the news of the hanging that took place in the old prison.
  2. κρεμαστά διακοσμητικά (όπως κουρτίνες, ταπισερί ή αφίσες)
    The colorful hangings on the walls made the room feel cozy and inviting.