·

excise (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “excise”

ενικός excise, πληθυντικός excises ή μη μετρήσιμο
  1. φόρος σε ορισμένα αγαθά που παράγονται και πωλούνται εντός μιας χώρας
    The government increased the excise on alcohol to discourage excessive drinking.

ρήμα “excise”

απαρέμφατο excise; αυτός excises; αόριστος excised; μετοχή αορ. excised; μετοχή ενεστ. excising
  1. αφαιρώ ή αποκόπτω (κάτι)
    The surgeon excised the tumor during the operation.