ουσιαστικό “excise”
ενικός excise, πληθυντικός excises ή μη μετρήσιμο
- φόρος σε ορισμένα αγαθά που παράγονται και πωλούνται εντός μιας χώρας
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The government increased the excise on alcohol to discourage excessive drinking.
ρήμα “excise”
απαρέμφατο excise; αυτός excises; αόριστος excised; μετοχή αορ. excised; μετοχή ενεστ. excising
- αφαιρώ ή αποκόπτω (κάτι)
The surgeon excised the tumor during the operation.