·

haul (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “haul”

απαρέμφατο haul; αυτός hauls; αόριστος hauled; μετοχή αορ. hauled; μετοχή ενεστ. hauling
  1. σέρνω
    They had to haul the heavy logs up the hill to build the cabin.
  2. μεταφέρω
    The company hauls freight across the country using large trucks.
  3. σύρω (με τη βία)
    He was hauled before the court for his involvement in the fraud.
  4. να κατευθύνεις ένα σκάφος πιο κοντά στον άνεμο
    The captain ordered the crew to haul the ship to adjust its course.

ουσιαστικό “haul”

ενικός haul, πληθυντικός hauls
  1. λεία
    The thieves made off with a haul of cash and jewelry from the store.
  2. διαδρομή
    For long hauls, truck drivers often work in shifts to stay alert.
  3. έλξη
    It took several hauls to get the car out of the ditch.
  4. ψαριά
    The fishermen had a good haul today.
  5. αγορά (μια συλλογή αγορασμένων αντικειμένων, συχνά παρουσιάζεται στο διαδίκτυο)
    She shared her shopping haul on her fashion blog.
  6. συγκομιδή (σε αθλητικό πλαίσιο)
    His haul of four goals led the team to victory.