·

direct deposit (EN)
φράση, φραστικό ρήμα

φράση “direct deposit”

  1. άμεση κατάθεση (ηλεκτρονική μεταφορά χρημάτων απευθείας σε τραπεζικό λογαριασμό)
    My employer pays my salary by direct deposit each month.

φραστικό ρήμα “direct deposit”

  1. μεταφορά χρημάτων ηλεκτρονικά απευθείας σε τραπεζικό λογαριασμό
    The company will direct deposit your reimbursement once the paperwork is processed.