·

data (EN)
ουσιαστικό, ουσιαστικό

ουσιαστικό “data”

data, μόνο πληθυντικός
  1. δεδομένα (μεμονωμένα στοιχεία)
    These data were collected from numerous experiments across the country.

ουσιαστικό “data”

ενικός data, μη μετρήσιμο
  1. δεδομένα (πληροφορίες για ανάλυση)
    The data shows that our marketing campaign was a success.
  2. δεδομένα (πληροφορίες σε ψηφιακή μορφή)
    Always encrypt sensitive data to protect it from unauthorized access.
  3. όριο δεδομένων (όριο μεταφερόμενης χωρητικότητας)
    She used up all her data watching videos during her commute.