·

clock (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “clock”

ενικός clock, πληθυντικός clocks ή μη μετρήσιμο
  1. ρολόι
    Every morning, I check the time on my bedside clock before getting out of bed.
  2. χιλιομετρητής
    I'm looking to buy a used car, but I'm wary of those with high mileage on the clock.
  3. ρολόι συγχρονισμού (σε ψηφιακά κυκλώματα)
    The engineer explained that the clock signal ensures all the processors work in unison.
  4. μπάλα από πικραλίδα (που περιέχει τους σπόρους)
    After making a wish, she blew on the dandelion clock, scattering its seeds into the air.
  5. χρονοκάρτα
    Employees must punch in on the clock when they arrive at work.
  6. σχέδιο κοντά στον αστράγαλο (σε κάλτσα ή καλσόν)
    She admired the intricate clock on her new stockings, noting how it added a touch of elegance.
  7. σκαραβαίος (γνωστός για το σκάψιμο στον κοπριά)
    The children were both fascinated and repulsed by the large clock they found in the garden.

ρήμα “clock”

απαρέμφατο clock; αυτός clocks; αόριστος clocked; μετοχή αορ. clocked; μετοχή ενεστ. clocking
  1. χρονομετρώ
    The coach clocked the runner's time at just under four minutes for the mile.
  2. μετρώ την ταχύτητα
    The police officer clocked the speeding car with his radar gun before pulling it over.