επίθετο “branched”
βασική μορφή branched (more/most)
- διακλαδισμένος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The tree in the garden is highly branched, providing ample shade.
- διακλαδισμένος (στη χημεία, με μοριακή δομή που έχει πλευρικές αλυσίδες ή διακλαδώσεις)
The molecule is branched, leading to different chemical properties compared to its linear form.