·

branched (EN)
επίθετο

επίθετο “branched”

βασική μορφή branched (more/most)
  1. διακλαδισμένος
    The tree in the garden is highly branched, providing ample shade.
  2. διακλαδισμένος (στη χημεία, με μοριακή δομή που έχει πλευρικές αλυσίδες ή διακλαδώσεις)
    The molecule is branched, leading to different chemical properties compared to its linear form.