ρήμα “arrest”
απαρέμφατο arrest; αυτός arrests; αόριστος arrested; μετοχή αορ. arrested; μετοχή ενεστ. arresting
- συλλαμβάνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The officer arrested the thief after catching him stealing a bike.
- ανακόπτω
The doctor prescribed medication to arrest the spread of the infection.
ουσιαστικό “arrest”
ενικός arrest, πληθυντικός arrests ή μη μετρήσιμο
- σύλληψη
The police made an arrest after finding evidence at the crime scene.
- διακοπή (ξαφνική)
The sudden arrest of the machine caused the entire production line to stop.