·

wonder (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “wonder”

ενικός wonder, πληθυντικός wonders ή μη μετρήσιμο
  1. θαύμα
    The Grand Canyon is a natural wonder that attracts millions of visitors each year.
  2. αίνιγμα (στο πλαίσιο του δύσκολου να εξηγηθεί)
    It's a wonder how the magician managed to escape from the locked water tank.
  3. θαυματουργός (στο πλαίσιο του πολύ ταλαντούχου ατόμου)
    The child prodigy was considered a wonder on the piano, playing complex pieces with ease.
  4. θαυμασμός
    The first time she saw snow falling, she was filled with wonder.

ρήμα “wonder”

απαρέμφατο wonder; αυτός wonders; αόριστος wondered; μετοχή αορ. wondered; μετοχή ενεστ. wondering
  1. αναρωτιέμαι
    I wonder at the vastness of the universe whenever I gaze at the night sky.
  2. σκέφτομαι (με περιέργεια ή αμφιβολία)
    She wondered why the sky was blue as she gazed up from the meadow.