ουσιαστικό “wonder”
ενικός wonder, πληθυντικός wonders ή μη μετρήσιμο
- θαύμα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The Grand Canyon is a natural wonder that attracts millions of visitors each year.
- αίνιγμα (στο πλαίσιο του δύσκολου να εξηγηθεί)
It's a wonder how the magician managed to escape from the locked water tank.
- θαυματουργός (στο πλαίσιο του πολύ ταλαντούχου ατόμου)
The child prodigy was considered a wonder on the piano, playing complex pieces with ease.
- θαυμασμός
The first time she saw snow falling, she was filled with wonder.
ρήμα “wonder”
απαρέμφατο wonder; αυτός wonders; αόριστος wondered; μετοχή αορ. wondered; μετοχή ενεστ. wondering
- αναρωτιέμαι
I wonder at the vastness of the universe whenever I gaze at the night sky.
- σκέφτομαι (με περιέργεια ή αμφιβολία)
She wondered why the sky was blue as she gazed up from the meadow.