·

investor (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “investor”

ενικός investor, πληθυντικός investors
  1. επενδυτής (ένα άτομο που βάζει χρήματα σε μια επιχείρηση ή έργο για να κερδίσει κέρδος)
    The investor decided to fund the startup after seeing their innovative product.