·

original (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “original”

βασική μορφή original (more/most)
  1. αρχικός
    The museum displayed the original manuscript of the novel, penned by the author's own hand centuries ago.
  2. νεοσυσταθείς
    She showed me her original painting, still wet from the brushstrokes she had just applied.
  3. πρωτότυπος
    She wore an original dress to the party, unlike anything anyone had seen before.

ουσιαστικό “original”

ενικός original, πληθυντικός originals ή μη μετρήσιμο
  1. πρωτότυπο (το αντικείμενο ή το έργο που αποτελεί τη βάση για μεταγενέστερα αντίγραφα)
    The painting hanging in the museum is the original, and all the others are just prints.
  2. πρωτότυπος (η προσωπικότητα που ξεχωρίζει για τη μοναδικότητα και τη δημιουργικότητά της)
    Mia's paintings always stand out in the gallery; she's a true original with an unmistakable style.