·

invigorating (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
invigorate (ρήμα)

επίθετο “invigorating”

βασική μορφή invigorating (more/most)
  1. τονωτικός
    The invigorating morning jog left her feeling refreshed and ready to tackle the day.