επίθετο “political”
βασική μορφή political (more/most)
- πολιτικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The mayor's speech focused on the political challenges facing the city.
- πολιτικάντικος
The mayor's decision to cut funding for the school was seen as a political move to gain favor with wealthy donors.
- πολιτικοποιημένος (ενδιαφερόμενος για την πολιτική)
Sarah is very political and loves to discuss government policies.