·

quality (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “quality”

ενικός quality, πληθυντικός qualities ή μη μετρήσιμο
  1. ποιότητα
    The quality of their products has improved over time.
  2. χαρακτηριστικό
    Patience is an important quality for a teacher.
  3. ποιότητα (απαλλαγή από ελαττώματα)
    We must check the quality of each item before packaging.
  4. ο λόγος της μάζας του ατμού προς τη συνολική μάζα σε ένα μείγμα υγρού και ατμού στη θερμοδυναμική
    The engineer measured the quality of the steam in the turbine.
  5. εφημερίδα κύρους
    She prefers reading qualities over the tabloids.

επίθετο “quality”

βασική μορφή quality, μη βαθμ.
  1. ποιοτικός
    They sell quality goods at affordable prices.