ουσιαστικό “quality”
ενικός quality, πληθυντικός qualities ή μη μετρήσιμο
- ποιότητα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The quality of their products has improved over time.
- χαρακτηριστικό
Patience is an important quality for a teacher.
- ποιότητα (απαλλαγή από ελαττώματα)
We must check the quality of each item before packaging.
- ο λόγος της μάζας του ατμού προς τη συνολική μάζα σε ένα μείγμα υγρού και ατμού στη θερμοδυναμική
The engineer measured the quality of the steam in the turbine.
- εφημερίδα κύρους
She prefers reading qualities over the tabloids.
επίθετο “quality”
βασική μορφή quality, μη βαθμ.
- ποιοτικός
They sell quality goods at affordable prices.