ρήμα “smile”
απαρέμφατο smile; αυτός smiles; αόριστος smiled; μετοχή αορ. smiled; μετοχή ενεστ. smiling
- χαμογελώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She couldn't help but smile when she heard the good news.
- χαμογελώ (εκφράζω κάτι)
He smiled his gratitude to the crowd.
- ευνοώ
Fortune smiled on their endeavors.
ουσιαστικό “smile”
ενικός smile, πληθυντικός smiles
- χαμόγελο
She greeted me with a warm smile.
- εύνοια
They embarked on their journey with the smile of fortune.