·

ruler (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “ruler”

ενικός ruler, πληθυντικός rulers
  1. χάρακας
    She used a ruler to measure the width of the book.
  2. ηγέτης (που κυβερνά χώρα ή περιοχή)
    The country's rulers met to discuss new policies that would improve education.