·

wiring (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “wiring”

ενικός wiring, πληθυντικός wirings ή μη μετρήσιμο
  1. καλωδίωση (το σύστημα καλωδίων που μεταφέρει ηλεκτρισμό ή σήματα σε ένα κτίριο, όχημα ή συσκευή)
    They hired an electrician to fix the faulty wiring in their kitchen.
  2. (μεταφορικά) το δίκτυο διασυνδεδεμένων στοιχείων, ειδικά στον εγκέφαλο
    Scientists are studying the brain's wiring to understand how the mind works.