ουσιαστικό “wiring”
ενικός wiring, πληθυντικός wirings ή μη μετρήσιμο
- καλωδίωση (το σύστημα καλωδίων που μεταφέρει ηλεκτρισμό ή σήματα σε ένα κτίριο, όχημα ή συσκευή)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
They hired an electrician to fix the faulty wiring in their kitchen.
- (μεταφορικά) το δίκτυο διασυνδεδεμένων στοιχείων, ειδικά στον εγκέφαλο
Scientists are studying the brain's wiring to understand how the mind works.