ουσιαστικό “notch”
ενικός notch, πληθυντικός notches ή μη μετρήσιμο
- επίπεδο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Her cooking skills have gone up a notch since she started culinary school.
- κεραία
He carved a notch in the wooden stick for every day they were stranded on the island.
- εγκοπή (στην οθόνη κινητού για κάμερα ή αισθητήρες)
The new smartphone model has a smaller notch at the top, allowing for a larger display area.
ρήμα “notch”
απαρέμφατο notch; αυτός notches; αόριστος notched; μετοχή αορ. notched; μετοχή ενεστ. notching
- σημειώνω επιτυχία
She notched another victory in her belt by winning the chess tournament.
- κάνω κεραία
She notched the stick every time she finished reading a book, creating a visual record of her accomplishment.