·

lake (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “lake”

ενικός lake, πληθυντικός lakes
  1. λίμνη
    We spent our vacation swimming and boating on the lake.
  2. (μεταφορικά) μεγάλη ποσότητα υγρής ουσίας
    After the heavy rain, there was a lake of water in the basement.
  3. (στην τέχνη) μια χρωστική ουσία που δημιουργείται με τον συνδυασμό μιας οργανικής βαφής με ένα ανόργανο δεσμευτικό.
    The artist used a lake to achieve vibrant colors in his paintings.

ρήμα “lake”

απαρέμφατο lake; αυτός lakes; αόριστος laked; μετοχή αορ. laked; μετοχή ενεστ. laking
  1. (στη βιολογία) να υποβληθούν τα κύτταρα σε λύση μέσω επαναλαμβανόμενης κατάψυξης και απόψυξης.
    The lab technician laked the blood samples to prepare them for analysis.
  2. (στην τέχνη) να παραχθεί χρωστική λίμνη με συνδυασμό οργανικής βαφής και ανόργανου δεσμευτικού μέσου
    They laked the dye to create a more stable pigment for painting.