·

wanted (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
want (ρήμα)

επίθετο “wanted”

βασική μορφή wanted, μη βαθμ.
  1. καταζητούμενος
    The man was wanted for robbery in three different states.