ουσιαστικό “underscore”
ενικός underscore, πληθυντικός underscores
- υπογράμμιση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
In her email, she used underscores to separate the words in her username, like [email protected]. - μουσική υπόκρουση
The gentle piano underscore made the romantic scene even more touching.
ρήμα “underscore”
απαρέμφατο underscore; αυτός underscores; αόριστος underscored; μετοχή αορ. underscored; μετοχή ενεστ. underscoring
- υπογραμμίζω
In her notes, she underscored the key points to remember for the exam.
- τονίζω
The report underscores the need for immediate action on climate change.