ουσιαστικό “barista”
ενικός barista, πληθυντικός baristas
- μπαρίστα (ένα άτομο που φτιάχνει και σερβίρει καφέδες σε μια καφετέρια)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The barista greeted me with a smile and took my order for a latte.