·

barista (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “barista”

ενικός barista, πληθυντικός baristas
  1. μπαρίστα (ένα άτομο που φτιάχνει και σερβίρει καφέδες σε μια καφετέρια)
    The barista greeted me with a smile and took my order for a latte.