ουσιαστικό “clockmaker”
ενικός clockmaker, πληθυντικός clockmakers
- Ρολογάς
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The clockmaker carefully assembled the gears and springs, ensuring the old grandfather clock would tick perfectly once again.