·

there (EN)
επίρρημα, επίφωνο, αντωνυμία

επίρρημα “there”

there (more/most)
  1. εκεί
    The treasure is buried there, just beyond the old oak tree.

επίφωνο “there”

there
  1. χρησιμοποιείται για να παρηγορήσει κάποιον
    There, there, don't cry. It was just a bad dream.
  2. νά (ως έκφραση τριαμφου ή ολοκλήρωσης)
    There! I've finally finished painting the fence.

αντωνυμία “there”

there
  1. δείχνει την ύπαρξη ή την παρουσία
    There is a strange noise coming from the attic.
  2. εδώ (ως προσθήκη σε χαιρετισμούς)
    Hello there, how have you been?