·

beating (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
beat (ρήμα)

ουσιαστικό “beating”

ενικός beating, πληθυντικός beatings ή μη μετρήσιμο
  1. ξυλοδαρμός
    After the school bully was caught stealing, he took a severe beating from the older students.
  2. κτύπημα (σε περίπτωση που αναφέρεται σε αντικείμενο)
    The rhythmic beating of the wings could be heard as the bird took flight.
  3. συντριβή (σε αγώνα ή ανταγωνισμό)
    The local soccer team took a beating with a final score of 5-0.
  4. παλμός (της καρδιάς)
    Lying in bed, he could feel the steady beating of his heart.