·

teaching (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
teach (ρήμα)

ουσιαστικό “teaching”

ενικός teaching, πληθυντικός teachings ή μη μετρήσιμο
  1. διδασκαλία (ως επάγγελμα ή δραστηριότητα)
    She loves teaching and has been a teacher for over 20 years.
  2. διδασκαλία (ως δόγμα ή αρχή)
    Many people follow the teachings of Buddha.