ουσιαστικό “breakfast”
ενικός breakfast, πληθυντικός breakfasts ή μη μετρήσιμο
- πρωινό
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She always has a bowl of cereal for breakfast before heading to work.
ρήμα “breakfast”
απαρέμφατο breakfast; αυτός breakfasts; αόριστος breakfasted; μετοχή αορ. breakfasted; μετοχή ενεστ. breakfasting
- τρώω πρωινό
They breakfasted on toast and coffee before setting off.