·

breakfast (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “breakfast”

ενικός breakfast, πληθυντικός breakfasts ή μη μετρήσιμο
  1. πρωινό
    She always has a bowl of cereal for breakfast before heading to work.

ρήμα “breakfast”

απαρέμφατο breakfast; αυτός breakfasts; αόριστος breakfasted; μετοχή αορ. breakfasted; μετοχή ενεστ. breakfasting
  1. τρώω πρωινό
    They breakfasted on toast and coffee before setting off.