·

surrounding (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
surround (ρήμα)

επίθετο “surrounding”

βασική μορφή surrounding, μη βαθμ.
  1. περιβάλλων
    We took a walk to explore the village and its surrounding countryside.