ουσιαστικό “exploration”
ενικός exploration, πληθυντικός explorations ή μη μετρήσιμο
- διερεύνηση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The exploration of the old castle revealed many hidden rooms and secret passages.
- εξερεύνηση
The children went on an exploration of the forest to discover new plants and animals.
- εξερεύνηση (για χαρτογράφηση ή επιστημονικούς λόγους)
The exploration of the deep ocean revealed many new species of fish.
- εξέταση (ιατρική)
The doctor performed an exploration of the patient's abdomen to check for any abnormalities.