·

trucking (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
truck (ρήμα)

ουσιαστικό “trucking”

ενικός trucking, μη μετρήσιμο
  1. μεταφορές με φορτηγά
    The company specializes in trucking and logistics.