ουσιαστικό “queue”
ενικός queue, πληθυντικός queues ή μη μετρήσιμο
- ουρά
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
We waited in the queue for an hour to buy concert tickets.
- ουρά (δομή δεδομένων)
To manage the print jobs efficiently, the printer software adds them to a queue, ensuring they are printed in the order they were received.
ρήμα “queue”
απαρέμφατο queue; αυτός queues; αόριστος queued; μετοχή αορ. queued; μετοχή ενεστ. queueing, queuing
- περιμένω σε ουρά
We queued for an hour to get tickets to the concert.
- προσθέτω σε ουρά (δομή δεδομένων)
The system automatically queues new print jobs until the current one is finished.