επίθετο “circular”
βασική μορφή circular (more/most)
- κυκλικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The circular track is perfect for runners.
- έμμεσος
He gave a circular explanation that didn't clarify anything.
- κυκλικός (επιχείρημα)
The definition was circular and didn't help explain the term.
ουσιαστικό “circular”
ενικός circular, πληθυντικός circulars
- εγκύκλιος
The store sent out a circular announcing its sale.
- κυκλική διαδρομή
We rode the circular to tour the city.