επίθετο “cooperative”
βασική μορφή cooperative (more/most)
- συνεργάσιμος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
During the group project, the students were very cooperative and completed their tasks efficiently.
- συνεργατικός (που περιλαμβάνει συνεργασία)
In order to develop new technology, the two companies entered into a cooperative agreement.
- συνεταιριστικός (οργανισμός, εταιρεία κ.λπ., που ανήκει και διοικείται από κοινού από τα μέλη, τα οποία μοιράζονται τα κέρδη)
After moving to the countryside, she joined a cooperative farm where all members share the responsibilities and profits.
ουσιαστικό “cooperative”
ενικός cooperative, πληθυντικός cooperatives
- συνεταιρισμός (μια οργάνωση ή επιχείρηση που ανήκει και διοικείται από κοινού από τα μέλη της, τα οποία μοιράζονται τα κέρδη ή τα οφέλη)
A group of local artisans decided to start a cooperative to sell their handmade crafts in a shared store.