·

cooperative (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “cooperative”

βασική μορφή cooperative (more/most)
  1. συνεργάσιμος
    During the group project, the students were very cooperative and completed their tasks efficiently.
  2. συνεργατικός (που περιλαμβάνει συνεργασία)
    In order to develop new technology, the two companies entered into a cooperative agreement.
  3. συνεταιριστικός (οργανισμός, εταιρεία κ.λπ., που ανήκει και διοικείται από κοινού από τα μέλη, τα οποία μοιράζονται τα κέρδη)
    After moving to the countryside, she joined a cooperative farm where all members share the responsibilities and profits.

ουσιαστικό “cooperative”

ενικός cooperative, πληθυντικός cooperatives
  1. συνεταιρισμός (μια οργάνωση ή επιχείρηση που ανήκει και διοικείται από κοινού από τα μέλη της, τα οποία μοιράζονται τα κέρδη ή τα οφέλη)
    A group of local artisans decided to start a cooperative to sell their handmade crafts in a shared store.