ρήμα “surround”
απαρέμφατο surround; αυτός surrounds; αόριστος surrounded; μετοχή αορ. surrounded; μετοχή ενεστ. surrounding
- περιβάλλω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The dense fog surrounded the village, making it impossible to see beyond a few feet.
- περικλείω
The police surrounded the building to ensure the suspect could not escape.
ουσιαστικό “surround”
ενικός surround, πληθυντικός surrounds
- περίβολος
The garden was enclosed by a wooden surround to keep the deer out.