·

dated (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
date (ρήμα)

επίθετο “dated”

βασική μορφή dated (more/most)
  1. ημερομηνιακά σημειωμένος
    The oldest coin in the collection is dated 1892.
  2. παρωχημένος
    The flip phone looks quite dated compared to modern smartphones.