ουσιαστικό “subject”
ενικός subject, πληθυντικός subjects
- θέμα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
They changed the subject when he entered the room.
- μάθημα
His favorite subject at university is history.
- υπήκοος
The queen addressed her subjects during the ceremony.
- υποκείμενο
In "They are studying", "they" is the subject.
- υποκείμενο (σε παρατήρηση ή πείραμα)
Each subject in the study was given a questionnaire.
- θέμα (μουσικό)
The violin introduces the subject in the second movement.
επίθετο “subject”
βασική μορφή subject (more/most)
- επιρρεπής
Some plants are subject to disease in damp conditions.
- εξαρτώμενος
The project is subject to your approval.
- υποκείμενος
The contract is subject to labor laws.
ρήμα “subject”
απαρέμφατο subject; αυτός subjects; αόριστος subjected; μετοχή αορ. subjected; μετοχή ενεστ. subjecting
- υποβάλλω
The patients were subjected to a series of tests.
- υποτάσσω
The king wanted to subject the entire region under his rule.