·

compensation (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “compensation”

ενικός compensation, πληθυντικός compensations ή μη μετρήσιμο
  1. αποζημίωση (χρήματα ή κάτι άλλο που δίνεται για να καλύψει απώλεια, ζημιά ή τραυματισμό)
    After the car accident, he received compensation from the insurance company.
  2. αποζημίωση (πληρωμή ή ανταμοιβή για υπηρεσίες ή εργασία)
    The company offers competitive compensation and benefits to its employees.
  3. αντιστάθμιση (η πράξη της εξισορρόπησης ή της αποκατάστασης για κάτι· αντιστάθμιση)
    Her kindness was a compensation for her past mistakes.
  4. (στα χρηματοοικονομικά) η ακύρωση χρεών με αμοιβαία συμφωνία μεταξύ πιστωτών και οφειλετών
    The two businesses agreed on a compensation of debts to settle their accounts.
  5. (στη νευροεπιστήμη) η ικανότητα του εγκεφάλου να προσαρμόζεται και να ανακτά λειτουργίες μετά από τραυματισμό
    Through compensation, patients can recover abilities lost due to brain damage.