·

special (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “special”

βασική μορφή special (more/most)
  1. ξεχωριστός
    Her handmade quilt was special because of the intricate patterns that were unlike any other.
  2. αγαπημένος, πολύτιμος, αγαπητός
    The locket she wore was special to her because it contained a photo of her late grandmother.
  3. σχετικό με ή σχεδιασμένο για άτομα με αναπηρίες
    The school hired a new teacher with experience in special-needs classrooms to better support its diverse student body.
  4. Η λέξη "special" όταν χρησιμοποιείται ως ευφημισμός για να υπονοήσει έλλειψη νοημοσύνης δεν έχει ακριβές αντίστοιχο στα ελληνικά που να μεταφέρει την ίδια συναισθηματική χροιά. Συνήθως, θα χρησιμοποιούσαμε λέξεις όπως "χαζός" ή "ηλίθιος" για να περιγράψουμε κάποιον με έλλειψη νοημοσύνης, αλλά αυτές δεν έχουν την ίδια ευφημιστική διάσταση.
    He sarcastically asked if I was special because I couldn't find the obvious shortcut on the map.

ουσιαστικό “special”

ενικός special, πληθυντικός specials ή μη μετρήσιμο
  1. προσφορά
    The store advertised a special on all electronics for the upcoming holiday weekend.
  2. ειδικό πιάτο
    The diner's special today is a hearty beef stew with fresh-baked bread.
  3. ειδικό επεισόδιο
    The Halloween special of the show was both spooky and hilarious.
  4. κάτι απρόγραμματο, διαφορετικό από τη συνηθισμένη ρουτίνα
    Due to the festival, the train service added a special to accommodate the increased number of passengers.
  5. ειδικός ανταποκριτής
    The newspaper sent their special to cover the international conference in Geneva.