·

shortcut (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “shortcut”

ενικός shortcut, πληθυντικός shortcuts ή μη μετρήσιμο
  1. συντομευτική διαδρομή
    We took a shortcut through the park to get to the cinema on time.
  2. συντόμευση (μέθοδος που παραλείπει βήματα)
    To finish his homework faster, Tom took a shortcut by using the summary instead of reading the entire book.
  3. συντόμευση (αρχείο σε συστήματα της Microsoft)
    I created a shortcut for the music player on my laptop, so now I can open it with just one click.
  4. συντόμευση πληκτρολογίου
    Pressing Ctrl+C is a shortcut for copying text on your computer.