·

palpable (EN)
επίθετο

επίθετο “palpable”

βασική μορφή palpable (more/most)
  1. αισθητός
    The doctor noted a palpable lump in the patient's abdomen during the examination.
  2. εμφανής (στην έννοια του εύκολα αντιληπτός)
    The excitement in the air was palpable as the concert began.