ουσιαστικό “employee”
ενικός employee, πληθυντικός employees
- υπάλληλος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The company hired several new employees to handle the increased workload during the holiday season.