επίθετο “nice”
nice, συγκρ. nicer, υπερθ. nicest
- ευχάριστος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
We had a picnic in the park because it was such nice weather.
- όμορφος
She wore a nice dress to the party, and everyone complimented her on it.
- φιλικός
She gave me a nice smile when I entered the room.
- αξιοπρεπής
He's too nice to be involved in such a scandal.
- τονίζει την ευχάριστη ιδιότητα του επιθέτου που ακολουθεί
She made us a nice warm meal on a cold day.
- (ακολουθούμενο από "and") εντείνει ένα επίθετο
The bed is nice and cozy, perfect for a cold night.
επίρρημα “nice”
- ωραία (ως επίρρημα)
During the game, remember to play nice.
επίφωνο “nice”
- μπράβο
You got an A on your test? Nice!