ουσιαστικό “revelation”
ενικός revelation, πληθυντικός revelations ή μη μετρήσιμο
- αποκαλυπτόμενη πληροφορία (ή γνώση)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The diary was full of revelations about his life as a spy during the war.
- θεία αποκάλυψη
For many believers, the sacred texts are considered direct revelations from a higher power.