·

revelation (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “revelation”

ενικός revelation, πληθυντικός revelations ή μη μετρήσιμο
  1. αποκαλυπτόμενη πληροφορία (ή γνώση)
    The diary was full of revelations about his life as a spy during the war.
  2. θεία αποκάλυψη
    For many believers, the sacred texts are considered direct revelations from a higher power.