ουσιαστικό “bartender”
ενικός bartender, πληθυντικός bartenders
- μπάρμαν
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
To pay for college, Mike took a job as a bartender at a busy downtown nightclub.