·

media (EN)
ουσιαστικό, ουσιαστικό, επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
medium (ουσιαστικό)

ουσιαστικό “media”

ενικός media, πληθυντικός media ή μη μετρήσιμο
  1. μέσα ενημέρωσης
    Social media platforms have become a major source of news and entertainment for people around the world.
  2. πολυμέσα (στον υπολογιστή)
    To complete our project, we need to gather all the media, including videos and images, onto the shared drive.

ουσιαστικό “media”

ενικός media, πληθυντικός medias, mediae
  1. μέσα στιβάδα (στην ανατομία)
    During the surgery, the doctor noticed that the media of the patient's artery was unusually thick, indicating potential cardiovascular issues.

επίθετο “media”

βασική μορφή media, μη βαθμ.
  1. πολυμέσα (ως συντομογραφία για πολυμέσα)
    We need to convert these media files into a format compatible with our presentation software.