·

journal (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “journal”

ενικός journal, πληθυντικός journals
  1. ημερολόγιο
    She kept a journal during her trip to Europe, recording all her adventures.
  2. περιοδικό
    He published his research findings in a well-respected medical journal.
  3. ημερολόγιο (λογιστικό βιβλίο ή ψηφιακό αρχείο όπου καταγράφονται χρηματοοικονομικές συναλλαγές με σειρά)
    The accountant updated the journal with the day's sales and expenses.
  4. αρχείο καταγραφής (σε υπολογιστικά συστήματα)
    The system uses a journal to track all updates to the files.

ρήμα “journal”

απαρέμφατο journal; αυτός journals; αόριστος journaled us, journalled uk; μετοχή αορ. journaled us, journalled uk; μετοχή ενεστ. journaling us, journalling uk
  1. κρατώ ημερολόγιο
    She likes to journal every evening before bed to reflect on her day.
  2. καταγράφω
    The scientist journaled the results of his experiments carefully.