ουσιαστικό “journal”
ενικός journal, πληθυντικός journals
- ημερολόγιο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She kept a journal during her trip to Europe, recording all her adventures.
- περιοδικό
He published his research findings in a well-respected medical journal.
- ημερολόγιο (λογιστικό βιβλίο ή ψηφιακό αρχείο όπου καταγράφονται χρηματοοικονομικές συναλλαγές με σειρά)
The accountant updated the journal with the day's sales and expenses.
- αρχείο καταγραφής (σε υπολογιστικά συστήματα)
The system uses a journal to track all updates to the files.
ρήμα “journal”
απαρέμφατο journal; αυτός journals; αόριστος journaled us, journalled uk; μετοχή αορ. journaled us, journalled uk; μετοχή ενεστ. journaling us, journalling uk
- κρατώ ημερολόγιο
She likes to journal every evening before bed to reflect on her day.
- καταγράφω
The scientist journaled the results of his experiments carefully.